- ουννάρχης
- οὐννάρχης, ὁ (Μ)ο αρχηγός τών Ούννων.[ΕΤΥΜΟΛ. < Οὖννοι + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ-άρχης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουνναρχία — οὐνναρχία, ἡ (Μ) [ουννάρχης] το αξίωμα, η δικαιοδοσία τού ουννάρχη· … Dictionary of Greek